ὀκρίβας

ὀκρίβας
ὀκρίβας [pron. full] [ῐ], αντος, , ([etym.] ὄκρις, βαίνω)
A platform or tribune in the Odeum at Athens, on which the actors appeared at the Proagon, Pl.Smp. 194b ; but expld. as τὸ λογεῖον ἐφ' οὗ οἱ τραγῳδοὶ ἠγωνίζοντο, Hsch.
2 = κόθορνος, Philostr.VA6.11, VS1.9.1 : in pl., Id.VA5.9, Them.Or. 26.316d, Luc.Ner.9.
II generally, like κιλλίβας,
1 painter's easel, Poll.7.129.
2 raised seat of the chariot-driver, Hsch., Phot., Suid.
3 dub. sens.,

ὑπερθέντων ὀκρ[ίβαντα] IG12(8).261

([place name] Thasos).
III ass or wild goat, Anon. ap. Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀκρίβας — ὀκρίβᾱς , ὀκρίβας platform masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκριβάντων — ὀκρίβας platform masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρίβαντα — ὀκρίβας platform masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρίβαντας — ὀκρίβας platform masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρίβαντες — ὀκρίβας platform masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρίβαντι — ὀκρίβας platform masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρίβαντος — ὀκρίβας platform masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… …   Dictionary of Greek

  • οκρίβαντας — ο (ΑΜ ὀκρίβας) τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο μσν. μτφ. υπερυψωμένος τόπος αρχ. 1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια τού… …   Dictionary of Greek

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

  • ὀκρίβασιν — ὀκρίβᾱσιν , ὀκρίβας platform masc dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”